- ακεφιά
- cafard
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ακεφιά — η έλλειψη κεφιού, ανορεξιά: Εκείνη την ημέρα ένιωθε μεγάλη ακεφιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακεφιά — η [άκεφος] 1. έλλειψη κεφιού, αθυμία, δυσφορία 2. σωματική δυσφορία, ανορεξία … Dictionary of Greek
άκεφος — η, ο αυτός που δεν έχει κέφι, ο δύσθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κέφι*. ΠΑΡ. ακεφιά] … Dictionary of Greek
ανορεξία — και ανορεξιά, η (Α ἀνορεξία) επίμονη έλλειψη όρεξης που δεν προκαλείται από χορτασμό νεοελλ. 1. έλλειψη προθυμίας ή ευεξίας, ακεφιά 2. «νευρική ανορεξία» συγκινησιακή ή ψυχολογική αποστροφή προς τις τροφές και το φαγητό που οδηγεί σε υπερβολική… … Dictionary of Greek
ανοστιά — κ. ανοστία, η 1. η έλλειψη νοστιμιάς, ευχάριστης γεύσης 2. η απώλεια του αισθήματος της γεύσης 3. η έλλειψη χάρης 4. η ακεφιά, η δυσθυμία 5. ανόητα λόγια 6. ανόητη πράξη 7. ανόητη σκέψη … Dictionary of Greek
εφηβεία — Περίοδος της ζωής του ανθρώπου η οποία –ανάλογα με το άτομο– διαρκεί περίπου επτά χρόνια. Ξεκινά κατά την ηλικιακή περίοδο μεταξύ 11 και 14 ετών και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φάσεις της εξελικτικής ηλικίας. Χαρακτηρίζεται από… … Dictionary of Greek
κακοθυμία — η (Α κακοθυμία) [κακόθυμος] κακή διάθεση, εχθρική διάθεση, αποστροφή νεοελλ. ανώμαλη κατάσταση τού θυμικού, δυσθυμία, βαρυθυμία, ακεφιά … Dictionary of Greek
κακοκεφιά — η [κακόκεφος] δυσθυμία, ακεφιά … Dictionary of Greek
κακοκεφιάζω — [κακόκεφος] είμαι κακόκεφος, έχω ακεφιά, δυσθυμία … Dictionary of Greek
κατήφεια — η (AM κατήφεια, Α ιων. και επικ. τ. κατηφείη και κατηφίη) [κατηφής] η κατάσταση ή η όψη τού κατηφούς, ακεφιά, δυσθυμία, βαρυθυμία, σκυθρωπότητα, κατσουφιά («διά τούτο έκλινε προς την κατήφειαν και ήτο σιωπηλός», Καλλιγ.) αρχ. θλίψη που προκαλεί… … Dictionary of Greek
μαχμουρλίκι — το 1. η κατάσταση τού μαχμουρλή, ακεφιά ή δυσθυμία μετά τον ύπνο, υπνηλία 2. (κατ επέκτ.) βραδύτητα, νωθρότητα, δυσκινησία, βαρυθυμιά («με το μαχμουρλίκι που τόν χαρακτηρίζει δεν πρόκειται να βρει ποτέ δουλειά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mahmurluk] … Dictionary of Greek